Κυριακή 22 Αυγούστου 2010

Εκλογές, μια παγίδα του συστήματος (μέρος α')

Μέσα από μια σειρά άρθρων, σκέψεων στην ουσία, θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε το φαινόμενο της εκλογικής διαδικασίας, υπό το πρίσμα κάποιων "αιρετικών", που δεν πιστεύουν ότι με τα ψηφαλάκια λύνουν τα προβλήματά τους. Η ενίσχυση της κοινοβουλευτικής δικτατορίας πάνω στους φύσει ελεύθερους και ανυπότακτους Έλληνες δείχνει και τη σημασία που αποκτά η απαξίωση και η πολεμική στην εκλογική διαδικασία σαν κίνηση εναντίωσης στον θεσμό των εκλογών. Οι απειλές των εξουσιαστών για δήθεν επιβολή ποινών ή κυρώσεων, σε περίπτωση που κάποιος δεν ψηφίσει, αποδεικνύονται κενές και φαιδρές, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις όπου η αποχή είναι ιδιαίτερα μεγάλη. Κανένα κράτος δεν έχει τολμήσει ποτέ να προχωρήσει σε επιβολή ποινών σε αρκετές χιλιάδες άτομα που δεν ψήφιζαν. Τώρα μάλιστα που αυτό το ζήτημα είναι ξεκαθαρισμένο, ακόμα και στο πλαίσιο των νομοθεσιών τους, γίνεται κατανοητό πως οι όποιες απειλές αποσκοπούν μονάχα στον εκφοβισμό. Ο πόλεμος ενάντια στην εκλογική διαδικασία είναι η ποιοτική συσσώρευση της εθνικής και κοινωνικής επίθεσης ενάντια στους εξουσιαστές που συνειδητά εξακολουθεί να εκδηλώνεται και μετά το εκλογικό-κοινοβουλευτικό τσίρκο, μέσα στους δρόμους, εκεί όπου αναπτύσσεται το μαχητικό αυτόνομο εθνικιστικό κίνημα, εκεί όπου παίρνει σάρκα και οστά ο καθημερινός κοινωνικός πόλεμος.


Οι εξουσιαστές ξέρουν καλά το εκλογικό παιχνίδι και εκεί βασίζουν τον εκβιασμό της βασιλείας τους... Όταν λέμε «καθολική ψηφοφορία» εννοούμε την ψηφοφορία όλων των ανθρώπων. Όμως η πραγματικότητα είναι τελείως αντίθετη. Πράγματι, πρέπει πρώτα απ’ όλα να παρατηρήσουμε ότι:
Όσοι δεν έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους δεν έχουν δικαίωμα ψήφου. Όσοι έχουν στερηθεί, απ’ το νόμο, τα πολιτικά τους δικαιώματα δεν έχουν δικαίωμα ψήφου. Και ακόμα: Όσοι για τον ένα ή τον άλλο λόγο (αρρώστια, δουλειά, μεγάλη χιλιομετρική απόσταση κλπ) δεν μπορούν να πάνε στην κάλπη τη μέρα των εκλογών, δεν ψηφίζουν.

Απομένουν όσοι πράγματι ψηφίζουν.
Αλλά ένα μεγάλο μέρος των ψήφων τους δεν μετράει, γιατί: Όσοι απέχουν συνειδητά ή από αδιαφορία δεν ψηφίζουν.

Απομένουν όσοι πράγματι ψηφίζουν.
Αλλά ένα μέρος των ψήφων τους δεν μετράει γιατί: Όσοι έδωσαν τις ψήφους τους σε υποψηφίους που δεν εκλέχτηκαν είναι σα να μην έχουν ψηφίσει. Παρόμοια, εκείνοι που οι υποψήφιοι τους μειοψηφούν στις κάθε είδους συνελεύσεις είναι σα να μην έχουν ψηφίσει.

Απομένουν σε τελική ανάλυση, οι εκλογείς που οι αντιπρόσωποι τους ψηφίζουν τους νόμους. Ας σημειωθεί ότι αυτοί οι εκλογείς θα δυσκολεύονταν ίσως να μορφώσουν μια ενιαία γνώμη, εάν ο αντιπρόσωπός τους τούς συμβουλευόταν κάθε φορά που πρόκειται να ψηφίσει εν ονόματι τους. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Η πλειοψηφία μιας συνέλευσης δεν μπορεί να συμφωνήσει πάνω στο κείμενο ενός νόμου χωρίς «συμβιβασμό». Για να συμβιβαστούν, πρέπει και οι μεν και οι δε να απαρνηθούν ως ένα βαθμό τις ιδέες τους. Κανείς δεν μπορεί να έχει την αξίωση να γίνουν οι ιδέες του αποδεκτές στο σύνολο τους. Τι νόημα έχει λοιπόν η ψήφος, εφ’ όσον έτσι δεν μπορεί να προκύψει: Ούτε η επιθυμία του ψηφοφόρου. Ούτε η αλήθεια που είναι αδιάλλακτη και ασυμβίβαστη με τα παζαρέματα;

Πού οδηγεί λοιπόν στην πραγματικότητα η λεγόμενη «καθολική» ψηφοφορία; Οδηγεί στην καταχρηστική εξουσία ολίγων διεφθαρμένων ανθρώπων η οποία μετατρέπεται σε εκδικητικό όπλο καταπίεσης και μίσους απέναντι στους υπολοίπους άλλους, αφενός χωρίς καμιά εγγύηση ότι αυτοί οι άλλοι έχουν το δίκιο με το μέρος τους, αφετέρου δε με τη βεβαιότητα ότι δεν είναι δυνατόν να έχουν το δίκιο με το μέρος τους. Με δύο λόγια, η λεγόμενη «καθολική» ψηφοφορία δεν είναι ψηφοφορία όλων των πολιτών. Είναι ένα τέχνασμα των αλητών της πολιτικής και κοινωνικής ζωής που μπορεί να χρησιμεύσει σε ορισμένους ανθρώπους (μηχανορράφους εν προκειμένω), ώστε να καταπιέσουν άλλους ανθρώπους.

Αλλά δεν είναι μόνο αυτό.
Η εκλογική διαδικασία αποτελεί νάρκωση. Πρόσφορο δηλαδή έδαφος για την εδραίωση μιας καταπιεστικής εξουσίας. Πράγματι, αφού συμπληρώσει το 18ο έτος, κάθε τέσσερα χρόνια (δηλαδή μια φορά κάθε 1460 ή 1461 ημέρες) ο εκλογέας ψηφίζει (δηλαδή προσπαθεί να καταπιέσει όσους σκέφτονται διαφορετικά απ’ αυτόν). Όσο για την εξουσία, αυτή λειτουργεί κάθε μέρα και κάθε στιγμή. Η καθολική ψηφοφορία λοιπόν σημαίνει: 1 ημέρα δικαίωμα στη μηχανορραφία, 1459 ή 1460 ημέρες παραίτησης. Βλέπουμε ότι η καθολική ψηφοφορία είναι ένα ισχυρό μέσο νάρκωσης της ανθρώπινης δραστηριότητας. Δεν έχει τίποτα κοινό, με τη λαϊκή κυριαρχία, με το δικαίωμα να είσαι κάθε στιγμή εξ ίσου κυρίαρχος με οποιονδήποτε άλλον, δεν έχει καμιά σχέση με την ισότητα.

Στις χώρες όπου υπάρχει το κοινοβουλευτικό καθεστώς οι άνθρωποι καθορίζουν τις ρυθμιζόμενες ενέργειες, επιτρεπόμενες και απαγορευμένες, καθορίζουν δηλαδή το νόμο, με τον ακόλουθο τρόπο:

1ον. Ανάδειξη των αντιπροσώπων (βουλευτές, γερουσιαστές, δημοτικοί σύμβουλοι κ.λπ.). Αυτή η ανάδειξη ισοδυναμεί με την ολοκληρωτική παραίτηση της ατομικής δραστηριότητας στα χέρια των πολιτικών.

2ον. Σύσκεψη των πολιτικών οι οποίοι εκφέρουν κρίσεις και φτιάχνουν κείμενα ψηφίζοντας πάνω σ’ αυτές τις κρίσεις.

3ον. Επιβολή με τη βία του αποτελέσματος των ψηφοφοριών τους.

Αυτό το σύστημα είναι παράλογο. Εάν πράγματι υπάρχουν ενέργειες που οι άνθρωποι πρέπει να ρυθμίσουν, να επιτρέψουν και να απαγορέψουν, θα έπρεπε αυτές να καθορίζονται από τη λογική. Εάν δεν υπάρχουν, οι πολιτικοί αλήτες δεν είναι πιο αρμόδιοι από τους άλλους ανθρώπους για να τις καθορίσουν.

(συνεχίζεται...)

Πηγή : ediktyo